- αχύλωτος
- η , ο [ος , ον ] не разварившийся, не превратившийся в кашицу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αχύλωτος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο … Dictionary of Greek
αχύλωτος — η, ο αυτός που δε χύλωσε: Η φασολάδα σήμερα είναι αχύλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχύλωτον — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem acc sg ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχυλώτων — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλωτα — ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)